1 Ποιο δίκαιο εφαρμόζεται;
1.1. Ποιο είναι το δίκαιο που εφαρμόζεται αναφορικά με τις περιουσιακές σχέσεις ενός ζευγαριού; Ποια είναι τα κριτήρια/κανόνες που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου; Ποιες διεθνείς συνθήκες πρέπει να τηρούνται σε ορισμένες χώρες;
Στο σουηδικό δίκαιο, όσον αφορά τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου στις περιουσιακές σχέσεις συζύγων δικαίου, τυγχάνουν εφαρμογής δύο διαφορετικά κανονιστικά πλαίσια. Το πρώτο κανονιστικό πλαίσιο περιλαμβάνεται στον κανονισμό (1931:429) ο οποίος στηρίζεται στη σύμβαση μεταξύ της Δανίας, της Ισλανδίας, της Νορβηγίας, της Σουηδίας και της Φινλανδίας, η οποία περιλαμβάνει διατάξεις ιδιωτικού διεθνούς δικαίου σχετικά με τον γάμο, την υιοθεσία και την επιμέλεια. Ο εν λόγω κανονισμός αναθεωρήθηκε με τροποποίηση της σύμβασης το 2006 και βρίσκεται σε ισχύ από την 1η Δεκεμβρίου 2008. Οι κανόνες του ισχύουν, όταν αμφότεροι οι σύζυγοι είναι πολίτες κάποιου από τα συμβαλλόμενα κράτη κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου τους και κατόπιν εγκαταστήσουν τη συνήθη διαμονή τους σε κάποιο από τα εν λόγω κράτη. Το ζευγάρι πρέπει επίσης να διατηρήσει, τόσο την συνήθη διαμονή του σε κάποιο συμβαλλόμενο κράτος, όσο και την υπηκοότητα κάποιου συμβαλλόμενου κράτους (άρθρο 2 α). Πλην εάν οι σύζυγοι έχουν συμφωνήσει άλλως, εφαρμογής τυγχάνει το δίκαιο του συμβαλλόμενου κράτους στο οποίο οι σύζυγοι εγκατέστησαν τη συνήθη διαμονή τους μετά την τέλεση του γάμου τους. Εάν το ζευγάρι στη συνέχεια και κατά τη διάρκεια του γάμου εγκαταστήσει τη συνήθη διαμονή του σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, το δίκαιο του εν λόγω κράτους θα τυγχάνει εφαρμογής, αφού οι σύζυγοι συμπληρώσουν τουλάχιστον δύο έτη διαβίωσης στο κράτος αυτό. Εάν αμφότεροι οι σύζυγοι συνδέονται προς το νέο κράτος συνήθους διαμονής τους ως κατέχοντες την ιθαγένειά του ή με το γεγονός, ότι προγενέστερα κατά τη διάρκεια του γάμου τους διατηρούσαν εκεί τη συνήθη διαμονή τους, το δίκαιο του νέου κράτους διαμονής τους τυγχάνει εφαρμογής αμέσως με τη μεταβολή του τόπου συνήθους διαμονής τους (άρθρο 3 α). Ο δεύτερος κανονισμός περιλαμβάνεται στο νόμο (1990:272) περί διεθνών ζητημάτων σχετικά με τις περιουσιακές σχέσεις συζύγων και συμβιούντων συντρόφων. Σύμφωνα με το άρθρο 4, πλην εάν έχει συμφωνηθεί άλλως, οι περιουσιακές σχέσεις των συζύγων διέπονται από το δίκαιο του κράτους, στο οποίο οι σύζυγοι εγκαθιστούν τη συνήθη διαμονή τους μετά την τέλεση του γάμου τους. Εάν στη συνέχεια μεταφέρουν τη συνήθη διαμονή τους σε άλλο κράτος και ζήσουν εκεί για τουλάχιστον δύο έτη, εφαρμογής τυγχάνει πλέον το δίκαιο του εν λόγω άλλου κράτους. Στην περίπτωση που οι σύζυγοι εγκαταστήσουν τη συνήθη διαμονή τους σε κράτος του οποίου αμφότεροι οι σύζυγοι διαθέτουν την ιθαγένεια ή στο οποίο διατηρούσαν τη συνήθη διαμονή τους προγενέστερα κατά τη διάρκεια του γάμου τους, ωστόσο, το δίκαιο του εν λόγω κράτους τυγχάνει εφαρμογής αμέσως με την εγκατάσταση εκεί της συνήθους διαμονής των συζύγων. Εάν οι σύζυγοι δεν διαθέτουν συνήθη διαμονή στο ίδιο κράτος, εφαρμογής τυγχάνει το δίκαιο του κράτους με το οποίο οι σύζυγοι συνδέονται στενότερα. Ο σχετικός προσδιορισμός πραγματοποιείται λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της εκάστοτε περίπτωσης. Οι κανόνες του νόμου (1990:272) τυγχάνουν εφαρμογής στις περιπτώσεις που δεν εμπίπτουν στο στηριζόμενο στην ανωτέρω σύμβαση δια-σκανδιναβικό πλαίσιο. Σύμφωνα με τα δύο ανωτέρω νομοθετικά πλαίσια, ένα μόνο εθνικό δίκαιο πρέπει να ισχύει για το σύνολο του χρόνου. Ως εκ τούτου, τυχόν μεταβολή του εφαρμοστέου δικαίου ενεργεί αναδρομικά.
1.2. Οι σύζυγοι έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν το εφαρμοστέο δίκαιο; Εάν ναι, ποιες αρχές διέπουν αυτή την επιλογή (π.χ. τα δίκαια προς επιλογή, οι τυπικές προϋποθέσεις, η αναδρομική ισχύς);
Ο βασικός κανόνας σύμφωνα με το δια-σκανδιναβικό πλαίσιο είναι η αυτονομία των μερών. Σύμφωνα με το άρθρο 3, οι σύζυγοι δύνανται να συμφωνήσουν την εφαρμογή α) του δικαίου συμβαλλόμενου κράτους στο οποίο ένας από τους συζύγους διατηρούσε τη συνήθη διαμονή του ή του οποίου ένας από τους συζύγους ήταν πολίτης κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης, ή β) του δικαίου του συμβαλλόμενου κράτους στο οποίο αμφότεροι οι σύζυγοι διατηρούσαν ταυτόχρονα την τελευταία συνήθη διαμονή τους κατά τη διάρκεια του γάμου. Ο κανόνας της αυτονομίας των μερών ισχύει επίσης σύμφωνα με τους γενικά εφαρμοστέους κανόνες του νόμου (1990:272). Το ζευγάρι δύναται να επιλέξει ως εφαρμοστέο το δίκαιο οποιουδήποτε κράτους, στο οποίο ένας από τους συζύγους διατηρούσε συνήθη διαμονή ή του οποίου ένας από τους συζύγους ήταν πολίτης κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης (άρθρο 3). Η σύμβαση μεταξύ των συζύγων σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο είναι, σύμφωνα με το σουηδικό δίκαιο, τυπικά έγκυρη, εφόσον έχει συναφθεί εγγράφως και υπογραφεί από αμφότερα τα μέρη, γεγονός που σημαίνει ότι οι συμβάσεις επιλογής εφαρμοστέου δικαίου δεν χρήζουν καταχώρισης στις αρχές, προσυπογραφής από μάρτυρες ή κατάρτισης υπό ειδικά προβλεπόμενο τύπο. Μέσω της σύμβασης επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου, οι σύζυγοι καθορίζουν, το εφαρμοστέο δίκαιο που θα διέπει όλα τα ουσιαστικά ζητήματα αναφορικά με τις περιουσιακές σχέσεις τους στο πλαίσιο του γάμου τους. Η σύμβαση επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου μεταξύ των συζύγων έχει αναδρομικά αποτελέσματα.