8 Τι προβλέπει ο νόμος για τις περιουσιακές σχέσεις καταχωρημένων και μη καταχωρημένων συντρόφων;
Αγγλία/Ουαλία
Στο Ηνωμένο Βασίλειο τα ζευγάρια του ίδιου φύλου μπορούν να επισημοποιήσουν τη σχέση τους συνάπτοντας σχέση αστικής συμβίωσης (βλ. τονόμο περί των σχέσεων αστικής συμβίωσης του 2004). Οι έννομες συνέπειες είναι ουσιαστικά ταυτόσημες με αυτές του γάμου (περιλαμβανομένης της παρεπόμενης προστασίας), οι δε σχέσεις αστικής συμβίωσης ορθά έχουν αποκληθεί «γάμος κατ' όλα πλην του ονόματος».
Δεν υφίσταται κάποιο ιδιαίτερο καθεστώς για τα ζευγάρια που συμβιώνουν χωρίς να έχουν επισημοποιήσει τη σχέση τους (τα μέρη τους συνήθως καλούνται «συμβιούντες»), τα οποία, συνεπώς, πρέπει να στηριχθούν στη γενική νομοθεσία και, ιδίως, στην έννοια του (κοινής πρόθεσης) εξ επαγωγής καταπιστεύματος (common intention constructive trust) [βλ. ιδίως Jones v. Kernott (2011) UKSC 53]. Είναι σημαντικό να σημειωθεί, ωστόσο, ότι τα δικαστήρια διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια στην έκδοση διαταγών σε σχέση με τα τέκνα βάσει του παραρτήματος 1 του νόμου περί τέκνων του 1989 (που φέρει τον τίτλο «Οικονομική ενίσχυση για τα τέκνα»), περιλαμβανομένης της επιδίκασης εφάπαξ πληρωμών και μεταβιβάσεων δικαιωμάτων κυριότητας.
Σκωτία
Οι κανόνες σχετικά με τις καταχωρισμένες σχέσεις αστικής συμβίωσης μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλου είναι οι ίδιοι με αυτούς για τον γάμο (βλ.μέρος 3 του νόμου περί των σχέσεων αστικής συμβίωσης του 2004).
Για τα άγαμα ζευγάρια που συμβιώνουν ως σύζυγοι (ή για τους συντρόφους μη καταχωρισμένης σχέσης συμβίωσης που συμβιώνουν ως σύντροφοι σχέσης αστικής συμβίωσης), οι κανόνες που ισχύουν κατά τη διάρκεια της σχέσης είναι οι ίδιοι με αυτούς που προπαρατίθενται σχετικά με τα έγγαμα ζευγάρια, αλλά οι κανόνες που ισχύουν στην περίπτωση χωρισμού ή θανάτου είναι διαφορετικοί. Δεν ισχύει η αρχή του ίσου καταμερισμού της γαμικής περιουσίας σε περίπτωση χωρισμού και δεν υφίστανται πάγια προηγούμενα δικαιώματα ή προστατευόμενο νόμιμο μερίδιο του επιζώντος στην περίπτωση θανάτου του συντρόφου του. Ωστόσο, ο σύντροφος μπορεί να προσφύγει στο δικαστήριο ζητώντας οικονομική ενίσχυση στην περίπτωση χωρισμού (με στόχο κυρίως την αποκατάσταση τυχόν αδικιών που οφείλονται σε πραγματοποιηθείσες συνεισφορές ή τυχόν μειονεκτημάτων που υπέστη στο πλαίσιο της συμβίωσης) και ενίσχυση κατά διακριτική ευχέρεια στην περίπτωση θανάτου του άλλου συντρόφου [βλ. άρθρα 25 έως 29 του νόμου περί οικογενειακού δικαίου (Σκωτία) του 2006].