2 Υπάρχει νόμιμο καθεστώς που να διέπει τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων και, εφόσον υπάρχει, τι προβλέπει;
2.1. Παρακαλούμε περιγράψτε τις γενικές αρχές: Ποια αγαθά αποτελούν μέρος της κοινοκτημοσύνης περιουσιακών στοιχείων; Ποια αγαθά αποτελούν μέρος των ξεχωριστών περιουσιών των συζύγων;
Το νόμιμο σύστημα ρύθμισης των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων είναι το σύστημα της κοινοκτημοσύνης [άρθρο 159 του ιταλικού Αστικού Κώδικα (ΑΚ)].
Το νόμιμο σύστημα κοινοκτημοσύνης προβλέπει την ύπαρξη κοινής περιουσίας, προσωπικής περιουσίας και υπό αναστολή κοινής περιουσίας.
Τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τους συζύγους μετά τον γάμο τους, είτε αποκτώνται ατομικά είναι αποκτώνται από κοινού, αποτελούν τμήμα της κοινής, με την εξαίρεση των προσωπικών περιουσιακών στοιχείων και των περιουσιακών στοιχείων που εντάσσονται στην υπό αναστολή κοινή περιουσία (άρθρο 177 ΑΚ).
Τα ακόλουθα στοιχεία ανήκουν στην προσωπική περιουσία των συζύγων:
- α. τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν πριν από τον γάμο ή την υιοθέτηση του συστήματος της κοινοκτημοσύνης,
- β. τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν μετά τον γάμο ως δωρεά ή κληρονομία, εκτός εάν οριζόταν στο δημόσιο έγγραφο για τη δωρεά ή τη διαθήκη ότι τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία παραχωρούνται στην κοινή περιουσία,
- γ. τα περιουσιακά στοιχεία που προορίζονται για αυστηρά προσωπική χρήση του ενός συζύγου και τα παραρτήματά τους,
- δ. τα περιουσιακά στοιχεία που είναι απαραίτητα στον ένα σύζυγο για την εκτέλεση του επαγγέλματός του,
- ε. τα περιουσιακά στοιχεία που λήφθηκαν ως αποζημίωση για ζημίες, καθώς και οι τυχόν συντάξεις που καταβάλλονται λόγω μερικής ή ολικής αδυναμίας εργασίας,
- στ. τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν με το τίμημα της μεταβίβασης ή με ανταλλαγή περιουσιακών στοιχείων εκ των ανωτέρω αναφερόμενων, υπό τον όρο ότι αυτό θα δηλώνεται ρητά κατά τον χρόνο της απόκτησής τους.
Όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία που αναφέρονται στα σημεία γ), δ), στ) ανωτέρω, εφόσον πρόκειται για αποκτηθέντα μετά τον γάμο ακίνητα περιουσιακά στοιχεία ή περιουσιακά στοιχεία κινητά και καταχωρισμένα στο ειδικό μητρώο περιουσιακών στοιχείων, προκειμένου να αποκλειστούν από την κοινή περιουσία, ο εν λόγω αποκλεισμός πρέπει να δηλωθεί στην πράξη απόκτησης και με τη συμμετοχή του άλλου συζύγου (άρθρο 179 ΑΚ).
Τα ακόλουθα στοιχεία θεωρούνται τμήμα της υπό αναστολή κοινής περιουσίας:
- οι καρποί της προσωπικής περιουσίας κάθε συζύγου και οι πρόσοδοι από τις προσωπικές του δραστηριότητες, υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να υφίστανται κατά τον χρόνο της λύσης της κοινοκτημοσύνης [άρθρο 177 στοιχεία β) και γ) ΑΚ],
- τα περιουσιακά στοιχεία που προορίζονται για τη λειτουργία επιχείρησης του ενός από τους συζύγους εφόσον η επιχείρηση συστάθηκε μετά τον γάμο, καθώς και η αύξηση της αξίας επιχείρησης που συστάθηκε πριν από τον γάμο, υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να υφίστανται κατά τον χρόνο της λύσης της κοινοκτημοσύνης (άρθρο 178 ΑΚ).
Η υπό αναστολή κοινοκτημοσύνη εφαρμόζεται μόνο κατά τον χρόνο της λύσης της κοινοκτημοσύνης και, σύμφωνα με την επικρατούσα ερμηνεία, δεν συμπεριλαμβάνει πραγματική συγκυριότητα επί πραγμάτων ή δικαιωμάτων, αλλά μόνο ένα πιστωτικό δικαίωμα του ενός συζύγου προς πληρωμή από τον άλλο (τον κύριο), το οποίο αντιστοιχεί στο μισό της αξίας της περιουσίας. Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία ως προς την εν λόγω αξία, αυτή προσδιορίζεται από τον δικαστή.
Σε επίπεδο κληρονομίας, πρόκειται για μια οφειλή του θανόντος συζύγου που είναι πληρωτέα στον επιζώντα σύζυγο.
2.2. Υπάρχουν νομικές προϋποθέσεις σχετικά με την κατανομή των περιουσιακών στοιχείων;
Πλην αποδείξεως του εναντίου, τα κινητά τεκμαίρεται ότι ανήκουν στην κοινή περιουσία (άρθρο 195 ΑΚ).
2.3. Οι σύζυγοι πρέπει να προβούν σε απογραφή των περιουσιακών στοιχείων; Εάν ναι, πότε και με ποιον τρόπο;
Οι σύζυγοι δεν υποχρεούνται να συντάξουν απογραφή.
2.4. Ποιος είναι υπεύθυνος για τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων; Ποιος έχει δικαίωμα διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων; Μπορεί ένας εκ των συζύγων να διαθέσει/διαχειριστεί την περιουσία μόνος του ή είναι απαραίτητη η συναίνεση του έτερου συζύγου (π.χ. στις περιπτώσεις διάθεσης της οικίας των συζύγων); Ποια είναι η επίδραση ενδεχόμενης απουσίας συναίνεσης στην εγκυρότητα μιας νομικής συναλλαγής και στο αντιτάξιμο κατά τρίτων;
Η κοινή περιουσία δύναται να διοικείται ατομικά από τους συζύγους.
Εντούτοις, η διενέργεια πράξεων έκτακτης διαχείρισης και η σύναψη συμβάσεων με τις οποίες χορηγούνται ή αποκτώνται προσωπικά δικαιώματα χρήσης ή εκμετάλλευσης πρέπει να πραγματοποιούνται από αμφότερους τους συζύγους από κοινού. Ομοίως, η νομιμοποίηση παράστασης σε δικαστικές διαδικασίες για τις σχετικές αγωγές ανήκει σε αμφότερους τους συζύγους ενεργούντες από κοινού (άρθρο 180 ΑΚ).
Στην περίπτωση των καταχωρισμένων σε δημόσιο μητρώο κινητών ή ακινήτων, κάθε πράξη διάθεσης (πώλησης κ.λπ.) χωρίς την αναγκαία συναίνεση του άλλου μέρους, εφόσον αυτή απαιτείται, δύναται να ακυρωθεί, η δε σχετική αγωγή δύναται να εγερθεί από τον σύζυγο του οποίου η συναίνεση απαιτούταν εντός ενός έτους από την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε γνώση της επίμαχης πράξης και, σε κάθε περίπτωση, εντός ενός έτους από την ημερομηνία της μεταγραφής. Σε κάθε άλλη περίπτωση, ο σύζυγος που ενήργησε χωρίς τη συναίνεση του άλλου συζύγου υποχρεούται, κατόπιν αιτήματος του μη συναινέσαντος συζύγου, να επαναφέρει την κοινή περιουσία στην κατάσταση στην οποία βρισκόταν πριν από τη διενέργεια της πράξης ή, εάν αυτό είναι αδύνατο, να καταβάλει αντίστοιχο χρηματικό ποσό (άρθρο 184 ΑΚ).
Ένας σύζυγος δεν δύναται να διαθέσει το ίδιο αυτού μερίδιο επί της κοινής περιουσίας έως τη νόμιμη λύση του καθεστώτος της κοινοκτημοσύνης.
Στην περίπτωση που ένας σύζυγος αρνείται να παράσχει τη συναίνεσή του, ή που είναι απών ή άλλως πως κωλύεται, ο άλλος σύζυγος δύναται να λάβει άδεια από το δικαστήριο για τη διενέργεια αναγκαίων πράξεων (άρθρα 181 και 182 ΑΚ). Επιπλέον, ο δικαστής δύναται να αποκλείσει τον ένα από τους συζύγους από τη διαχείριση, εάν έχει αποδειχθεί ανεπαρκής διαχειριστής (άρθρο 183 ΑΚ). Στις περιπτώσεις απόλυτης ή σχετικής αδυναμίας, ή κακής διαχείρισης εκ μέρους του ενός από τους συζύγους, ο δικαστής δύναται να διατάξει τον δικαστικό διαχωρισμό της περιουσίας, ο οποίος αποτελεί έναν από τους λόγους λύσης του καθεστώτος της κοινοκτημοσύνης (άρθρο 193 ΑΚ).
Όσον αφορά την προσωπική περιουσία και την υπό αναστολή κοινή περιουσία, ο εκάστοτε κύριος δύναται να ενεργεί από μόνος του όλες τις πράξεις διαχείρισης και διάθεσης (άρθρο 185 ΑΚ).
Δεν υφίστανται ειδικές νομικές διατάξεις σχετικά με την συζυγική οικία ή οποιαδήποτε ειδική διάταξη προστασίας του συζύγου μη ιδιοκτήτη της.
2.5. Υπάρχουν δικαιοπραξίες που καταρτίζονται από τον ένα σύζυγο αλλά δεσμεύουν και τον άλλο;
Οι πράξεις συνήθους διαχείρισης της κοινής περιουσίας δύνανται να εκτελούνται από κάθε σύζυγο ατομικά (άρθρο 180 ΑΚ). Η κοινή περιουσία είναι υπέγγυα για υποχρεώσεις που αναλήφθηκαν προς όφελος της οικογένειας, ακόμη και εάν αναλήφθηκαν από τον ένα σύζυγο ενεργούντα ατομικά (άρθρο 186 ΑΚ).
2.6. Ποιος είναι υπεύθυνος για χρέη που συνάφθηκαν κατά τη διάρκεια του γάμου; Ποια περιουσιακά στοιχεία μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι πιστωτές προκειμένου να ικανοποιήσουν τις αξιώσεις τους;
Στην περίπτωση που οι πιστωτές δεν μπορούν να ικανοποιήσουν πλήρως τις απαιτήσεις τους από την προσωπική περιουσία, η κοινή περιουσία, έως το ποσό που αντιστοιχεί στο μερίδιο του οφειλέτη συζύγου, είναι υπέγγυα για χρέη που αναλήφθηκαν μετά την τέλεση του γάμου από τον ένα από τους συζύγους κατά την εκτέλεση πράξεων που εκφεύγουν των ορίων της συνήθους διαχείρισης χωρίς τη συναίνεση του άλλου συζύγου (άρθρο 189 ΑΚ).
Οι προσωπικοί πιστωτές του ενός από τους συζύγους, ακόμη και εάν η οφειλή γεννήθηκε πριν από τον γάμο, δύνανται να στραφούν επικουρικά κατά της κοινής περιουσίας, έως το ποσό που αντιστοιχεί στο μερίδιο του οφειλέτη συζύγου. Στην περίπτωση εγχειρογράφων απαιτήσεων, οι πιστωτές της κοινής περιουσίας έχουν προτεραιότητα έναντι των προσωπικών πιστωτών ορισμένου συζύγου (άρθρο 189 ΑΚ).
Οι πιστωτές απαιτήσεων σχετιζόμενων με την κοινή περιουσία, δύνανται επικουρικά να στραφούν κατά της προσωπικής περιουσίας καθενός από τους συζύγους, για το μισό της απαίτησής τους, εάν η κοινή περιουσία αποδειχθεί ανεπαρκής (άρθρο 190 ΑΚ).