2 Υπάρχει νόμιμο καθεστώς που να διέπει τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων και, εφόσον υπάρχει, τι προβλέπει;
2.1. Παρακαλούμε περιγράψτε τις γενικές αρχές: Ποια αγαθά αποτελούν μέρος της κοινοκτημοσύνης περιουσιακών στοιχείων; Ποια αγαθά αποτελούν μέρος των ξεχωριστών περιουσιών των συζύγων;
Το εκ του νόμου σύστημα ρύθμισης των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων είναι αυτό της κοινοκτημοσύνης βάσει συγκυριότητας επί περιουσιακών στοιχείων. Η εν λόγω κοινοκτημοσύνη συνδυάζεται με ατομική κυριότητα επί των αυτοτελών περιουσιακών στοιχείων που ο εκάστοτε σύζυγος διέθετε πριν από τον γάμο, ή τα οποία απέκτησε από χαριστική αιτία (π.χ. δωρεά ή κληρονομία) κατά τη διάρκεια του γάμου ή από προσωπικά του περιουσιακά στοιχεία (π.χ. τόκοι και καρποί).
Βάσει του άρθρου 67 του Οικογενειακού Κώδικα της Σλοβενίας, η κοινή περιουσία των συζύγων περιλαμβάνει όλα τα περιουσιακά δικαιώματα που αποκτήθηκαν από την εργασία τους ή προέρχονται από την κοινή περιουσία που οι σύζυγοι απέκτησαν κατά τη διάρκεια του γάμου και της κοινής ζωής τους, ανεξάρτητα από το ποιος σύζυγος έχει την κυριότητα. Κοινή περιουσία των συζύγων αποτελούν επίσης και τα περιουσιακά στοιχεία που έχουν αποκτηθεί βάσει – και με τη βοήθεια – της κοινής περιουσίας τους και/ή που προέρχονται από αυτήν. Εάν πρόκειται να χωριστούν τα περιουσιακά στοιχεία, τα μερίδια κατανέμονται ισομερώς, εφόσον κανείς από τους συζύγους δεν αποδεικνύει ότι δικαιούται μεγαλύτερο μερίδιο. Σε περίπτωση που ανακύψει κάποια διαφορά, το δικαστήριο δεν λαμβάνει υπόψη μόνον το εισόδημα κάθε συζύγου αλλά και άλλες περιστάσεις, όπως τη συμβολή αμφοτέρων στο κοινό νοικοκυριό, τη φροντίδα των τέκνων και τη διατήρηση της κοινής περιουσίας.
Χωριστή περιουσία κάθε συζύγου αποτελούν τα περιουσιακά στοιχεία που έχουν αποκτηθεί πριν από τον γάμο ή αποκτήθηκαν εκ χαριστικής αιτίας κατά τη διάρκεια του γάμου (εδάφιο 1, άρθρο 77, του Οικογενειακού Κώδικα της Σλοβενίας). Ανεξάρτητα από την προέλευση ή τον τρόπο της απόκτησης, η χωριστή περιουσία των συζύγων αφορά αντικείμενα μικρής αξίας που προορίζονται για προσωπική χρήση του/της συζύγου (εδάφιο 2, άρθρο 77, του Οικογενειακού Κώδικα της Σλοβενίας).
2.2. Υπάρχουν νομικές προϋποθέσεις σχετικά με την κατανομή των περιουσιακών στοιχείων;
Όλα τα προσωπικά εισοδήματα (περιλαμβανομένων των εισοδημάτων από σύνταξη γήρατος) ή κάθε είδους έσοδα από την εργασία ενός συζύγου, καθώς και τα έσοδα από την κοινή περιουσία τεκμαίρονται νόμιμα ότι ανήκουν στην κοινή περιουσία. Ένας σύζυγος δύναται να αξιώσει ορισμένο περιουσιακό στοιχείο ως προσωπική του περιουσία μόνο εάν αποδεικνύει ότι αυτό προέρχεται από χρόνο πριν από τη σύναψη του γάμου ή ότι δεν απορρέει από την κοινή περιουσία.
Το καθεστώς που διέπει τις περιουσιακές σχέσεις (ήτοι το καθεστώς κοινοκτημοσύνης επί της κοινής περιουσίας των συζύγων και το καθεστώς χωριστής περιουσίας καθενός εξ αυτών) εφαρμόζεται σε συζύγους, υπό την επιφύλαξη ότι δεν έχουν συνάψει μεταξύ τους σύμβαση για τη ρύθμιση των περιουσιακών και εννόμων σχέσεών τους. Εάν υφίσταται τοιαύτη σύμβαση, στις περιουσιακές σχέσεις εφαρμόζεται το καθεστώς που προβλέπεται σε αυτήν.
2.3. Οι σύζυγοι πρέπει να προβούν σε απογραφή των περιουσιακών στοιχείων; Εάν ναι, πότε και με ποιον τρόπο;
Η σλοβενική νομοθεσία δεν επιβάλλει τη σύνταξη απογραφής περιουσιακών στοιχείων.
2.4. Ποιος είναι υπεύθυνος για τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων; Ποιος έχει δικαίωμα διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων; Μπορεί ένας εκ των συζύγων να διαθέσει/διαχειριστεί την περιουσία μόνος του ή είναι απαραίτητη η συναίνεση του έτερου συζύγου (π.χ. στις περιπτώσεις διάθεσης της οικίας των συζύγων); Ποια είναι η επίδραση ενδεχόμενης απουσίας συναίνεσης στην εγκυρότητα μιας νομικής συναλλαγής και στο αντιτάξιμο κατά τρίτων;
Οι σύζυγοι διαχειρίζονται και χρησιμοποιούν την κοινή περιουσία τους από κοινού και με αμοιβαία συμφωνία, πλην εάν έχουν συμφωνήσει ότι ο ένας σύζυγος μόνος του θα δικαιούται να διαχειρίζεται την κοινή περιουσία και να διαθέτει κοινά περιουσιακά στοιχεία προς όφελος αμφότερων των συζύγων. Ο άλλος σύζυγος δύναται να ανακαλέσει μια τέτοια συμφωνία ανά πάσα στιγμή. Στην περίπτωση που ένας σύζυγος διαθέσει ορισμένο κοινό περιουσιακό στοιχείο χωρίς την απαιτούμενη συναίνεση του άλλου συζύγου, ο τελευταίος δύναται να προσβάλει τη σχετική δικαιοπραξία εάν ο τρίτος που συμμετείχε στη συναλλαγή γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι το σχετικό περιουσιακό στοιχείο ανήκε στην κοινή περιουσία των συζύγων. Διαφορετικά, ο μη συναινέσας σύζυγος δύναται μόνο να αξιώσει αποζημίωση από τον άλλο σύζυγο. Οι σύζυγοι δεν δύνανται ενεργώντας μεμονωμένα να διαθέσουν το απροσδιόριστο μερίδιό τους στην κοινή περιουσία, δύνανται όμως να ασκούν ανεξάρτητα τα δικαιώματά τους κυριότητας επί της προσωπικής τους περιουσίας.
2.5. Υπάρχουν δικαιοπραξίες που καταρτίζονται από τον ένα σύζυγο αλλά δεσμεύουν και τον άλλο;
Οι δικαιοπραξίες σχετικά με την κοινή περιουσία και τις καθημερινές ανάγκες της οικογένειας που έχουν συναφθεί από τον ένα μόνο σύζυγο δημιουργούν κοινές υποχρεώσεις και είναι δεσμευτικές για αμφότερους τους συζύγους. Για τις κοινές υποχρεώσεις οι σύζυγοι ευθύνονται από κοινού και εις ολόκληρον.
2.6. Ποιος είναι υπεύθυνος για χρέη που συνάφθηκαν κατά τη διάρκεια του γάμου; Ποια περιουσιακά στοιχεία μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι πιστωτές προκειμένου να ικανοποιήσουν τις αξιώσεις τους;
Αμφότεροι οι σύζυγοι ευθύνονται από κοινού και εις ολόκληρον για υποχρεώσεις που αναλήφθηκαν κατά τη διάρκεια του γάμου και που σχετίζονται με την κοινή περιουσία και τις οικογενειακές δαπάνες. Η κοινή περιουσία και, εάν αυτή δεν επαρκεί, οι προσωπικές περιουσίες των συζύγων είναι υπέγγυες για την ικανοποίηση των αξιώσεων των πιστωτών. Στην περίπτωση που η συμβολή ορισμένου συζύγου στην εκπλήρωση κοινών υποχρεώσεων υπερβαίνει το αναλογούν στον ίδιο μερίδιο από τις εν λόγω υποχρεώσεις, δύναται να ζητήσει αποζημίωση από τον άλλο σύζυγο. Στην περίπτωση που πιστωτές υποχρεώσεων που βαρύνουν τον ένα μόνο σύζυγο επιθυμούν να στραφούν κατά της κοινής περιουσίας για την εκπλήρωση των εν λόγω υποχρεώσεων, οφείλουν πρώτα να αιτηθούν από το δικαστήριο τον προσδιορισμό του μεριδίου του οφειλέτη τους συζύγου στην κοινή περιουσία, κατόπιν δε αυτού δύνανται να επιδιώξουν την ικανοποίηση της απαίτησής τους από το μερίδιο που θα έχει προσδιοριστεί ότι ανήκει στον οφειλέτη σύζυγο.
Βάσει του νόμου περί εκτέλεσης και παροχής ασφάλειας, εάν κατά τη διαδικασία εκτέλεσης απόφασης επιτραπεί η εκποίηση μεριδίου επί της κοινής περιουσίας, το οποίο βρίσκεται στην κατοχή ενός εκ των συζύγων, ο έτερος σύζυγος έχει δικαίωμα να αγοράσει το μερίδιο αυτό κατά προτεραιότητα στην ορισθείσα βάσει του εν λόγω νόμου τιμή. Σε περίπτωση [προσωπικής] πτώχευσης ενός εκ των δύο συζύγων, το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της υπόθεσης ορίζει, με απόφαση που αφορά την εξέταση του δικαιώματος αποκλεισμού πρότασης αποδέκτη, ότι το μερίδιο του πτωχεύσαντος οφειλέτη στην κοινή περιουσία ανέρχεται στο ήμισυ αυτής, εκτός εάν ο άλλος σύζυγος καταθέσει αίτηση για εξαίρεσή. Εάν ο αποδέκτης εκτιμά ότι το μερίδιο του πτωχεύσαντος οφειλέτη επί της κοινής περιουσίας υπερβαίνει το ήμισυ αυτής, οφείλει ως νόμιμος εκπρόσωπος του πτωχεύσαντος να ζητήσει τον προσδιορισμό του μεριδίου. Κατά τη διαδικασία της προσωπικής πτώχευσης του συζύγου, ο έτερος σύζυγος μπορεί να ζητήσει να απαλλαγεί από την υποχρέωση να αποδείξει ότι το μερίδιό του στην κοινή περιουσία είναι μεγαλύτερο. Εάν ο συγκεκριμένος σύζυγος δεν υποβάλει τοιαύτη αίτηση θεωρείται ότι στο πλαίσιο της διαδικασίας πτώχευσης έχει ζητήσει να εξαιρεθεί από το μερίδιό του στην κοινή περιουσία που ισούται με το ήμισυ αυτής.